Κάμψης

Κάμψης
Κάμψα
basket
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάμψης — κάμψη ebulus fem gen sg (attic epic ionic) κάμψις bending fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάμψῃς — Κάμψα basket fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμψῃς — κάμπτω kam̃p as aor subj act 2nd sg κάμψη ebulus fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελατήρια κάμψης ή ευθέα ελατήρια κάμψης — Ελατήρια τα οποία αποτελούνται από υπερκείμενα μεταλλικά ελάσματα, συνδεδεμένα με έναν κεντρικό σύνδεσμο. Τα διάφορα ελάσματα έχουν ορθογώνιο σχήμα, με σταθερό πλάτος και με μήκος που μειώνεται. Είναι λυγισμένα σε σχήμα τόξου και ανοίγουν με την… …   Dictionary of Greek

  • κάμψηις — κάμψῃς , κάμπτω kam̃p as aor subj act 2nd sg κάμψῃς , κάμψη ebulus fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάμψηις — Κάμψῃς , Κάμψα basket fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”